-
1 διάσπαση
[-ις (-εως)] η1) разламывание; раскалывание; расщепление; распёд;διάσπαση του ατόμου — расщепление атома;
διάσπαση του λευκώματος — белковый распад;
2) раскол (тж. полит.);3) разрыв, прорыв;διάσπαση του φράγματος τού ήχου — преодоление звукового барьера;
4) перен. дробление (сил); рассеивание (внимания) -
2 πυρήνας
[-ην (-ήνος)] ο1) прям., перен. ядро;ο πυρήνας τού ατόμου — или ατομικός πυρήνας — ядро атома, атомное ядро;
η διάσπαση τού πυρήνα — расщепление, распад ядра;
2) ядро, косточка, зёрнышко (в плодах);3) перен. ячейка;κομματικός πυρήν — партийная ячейка;
4) тех сердечник
См. также в других словарях:
διάσπαση — Βίαιος διαχωρισμός, διαμελισμός, διχασμός, παράλυση συνοχής. Στην πυρηνική φυσική ο όρος αναφέρεται στο φαινόμενο κατά το οποίο ένας ασταθής, λόγω μεγάλης μάζας, πυρήνας διασπάται σε άλλους. σταθερά δ. Η πιθανότητα ανά μονάδα χρόνου να συμβεί… … Dictionary of Greek
διάσπαση — η βίαιη διάλυση της συνοχής συνόλου, βίαιος διαχωρισμός μελών συνόλου: Η διάσπαση των δυνάμεων του εχθρού, είναι ο δρόμος για τη νίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καπορέτο, μάχη του- — Μάχη μεταξύ του ιταλικού στρατού και των συνασπισμένων γερμανικών και αυστροουγγρικών δυνάμεων, κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, που διεξήχθη κοντά στην ομώνυμη πόλη (σημερινό Κόμπαραντ της Σλοβενίας), στις όχθες του ποταμού Ισόνζο. Εκεί τα… … Dictionary of Greek
άλφα διάσπαση — Κβαντικό φαινόμενο κατά το οποίο ένα σωμάτιο άλφα που δεν έχει αρκετή ενέργεια για να υπερνικήσει το φράγμα δυναμικού κοντά στην επιφάνεια του πυρήνα διαπερνά το φράγμα και βγαίνει έξω από τον πυρήνα, όπου η ηλεκτρική απωστική δύναμη το… … Dictionary of Greek
βήτα διάσπαση — Η αυθόρμητη μετουσίωση ενός πυρήνα σε έναν από τους ισοβαρείς γειτονικούς του με ταυτόχρονη εκπομπή ενός ηλεκτρονίου ή ποζιτρονίου. Ο νέος πυρήνας που δημιουργείται έχει πάντα τον ίδιο μαζικό αριθμό με τον αρχικό, αλλά διαφέρει στον ατομικό… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
Ζολιό-Κιουρί — (Joliot Curie). Γάλλοι πυρηνικοί φυσικοί, που η φήμη τους συνδέεται κυρίως με την ανακάλυψη της τεχνητής ραδιενέργειας. 1. Ζαν Φρεντερίκ (Παρίσι 1900 – 1958). Σπούδασε στη σχολή φυσικής και εφαρμοσμένης χημείας του Παρισιού με καθηγητή τον Πιερ… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek